- Αἰοληίς
- Αἰοληίς, Αἰολίς1 Aeolian, of the Aeolian musical mode.
Αἰοληίδι μολπᾷ O. 1.102
ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69
Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν (Turyn: αἰολίσιν, αἰολῖσιν codd.: Αἰολῇσιν Boeckh.) N. 3.79
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Αἰοληίδι μολπᾷ O. 1.102
ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69
Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν (Turyn: αἰολίσιν, αἰολῖσιν codd.: Αἰολῇσιν Boeckh.) N. 3.79Lexicon to Pindar. William J.. 2010.